υπερπαράσιτο

υπερπαράσιτο
το, Ν
βιολ. οργανισμός ή ιός που είναι παράσιτο άλλου παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperparasite < ὑπερ-* + παράσιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”